Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

Η Αλίκη και ο χώρος του τσάμπα

Στο «Τριήμερο Λόγου και Τέχνης» που διοργάνωσε φέτος ο Πολιτιστικός Οργανισμός του Δήμου Αγίου Νικολάου και το οποίο ήταν αφιερωμένο στον Γιάννη Ρίτσο η αισθαντική Αλίκη Καγιαλόγλου έκανε μια επιλογή από τραγούδια και κείμενα του ποιητή τα οποία παρουσίασε στο κοινό του REX το Σάββατο 24 Οκτωβρίου.

Κατά τη διάρκεια της διαμονής της στην πόλη μας βρεθήκαμε δυο φορές στην παρέα της. Ήταν το ίδιο σεμνή, όπως και στη σκηνή. Χωρίς να κομπάζει για τον εαυτό της μιλούσε με πολλή αγάπη και ευγνωμοσύνη για τις συνεργασίες της με τον Ρίτσο, τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη, την Τερψιχόρη Παπαστεφάνου και τους άλλους αναγνωρίσιμους του καλλιτεχνικού χώρου που κατά καιρούς έχει συνεργαστεί.

Εκτός από την «ιστορία του Κεμάλ» μας μίλησε και για την καινούργια της δουλειά, η οποία πρόκειται να κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες, και την προσωπική της ερμηνευτική πρόταση πάνω σε γνωστά τραγούδια μεγάλων ελλήνων συνθετών.

Μας μίλησε για τη συμπεριφορά των σημερινών εταιρειών δίσκων, οι οποίες υπέρτατη αξία έχουν το γρήγορο κέρδος, στόχος που αποκλείει την ποιότητα μιας και αυτή δεν έχει χαρακτηριστικά εύπεπτα για τις μάζες και τους «καταναλωτές» και ως εκ τούτου δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τους.

Μας μίλησε για την εταιρεία που η ίδια ίδρυσε προκειμένου να δημοσιοποιήσει τις δικές της ερμηνευτικές προτάσεις. Και εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε τη μεγάλη συμβολή της ψηφιακής τεχνολογίας που επιτρέπει κάτι τέτοιο με όχι απαγορευτικό κόστος.

Μας μίλησε για το θέατρο του δρόμου στο οποίο η ίδια πάρα πολλές φορές έχει συμμετάσχει και τη συμπεριφορά αρκετών «δημοσιογράφων» οι οποίοι γράφουν για τις δραστηριότητες της χωρίς όμως να αναφέρουν το όνομά της και άλλα τερπνά και λιγότερο ωφέλιμα.

Η Καγιαλόγλου είχε μαζί της μερικά CD από τις παλαιότερες εργασίες της. Μερικοί από μας σταθήκαμε τυχεροί. Μας τα προσέφερε κάνοντάς μας και μια αφιέρωση. Δεν γνώριζα, ομολογώ, ότι είχε ερμηνεύσει Παπαδιαμάντη που μου αφιέρωσε. Της είπα ότι μου άρεσε η ερμηνεία της στις επιλογές από τη Ρωμιοσύνη του Θεοδωράκη που μας παρουσίασε. Εξεπλάγη. Σεμνά σχολίασε: μα, ο Μπιθικώτσης τα είπε καταπληκτικά.

Δεν θυμάμαι πως ήρθε η κουβέντα όταν κάποιος είπε για το για το CD μου: «θα το αντιγράψω γιατί το θέλω κι εγώ».

«Σας παρακαλώ παιδιά, μην το κάνετε αυτό, είναι ο θάνατος των δημιουργών. Σας ικετεύω», είπε σχεδόν ικετευτικά η ήρεμη Αλίκη και η εκφραστική φωνή της ακούστηκε σχεδόν σπαρακτικά.

Φανήκαμε άκομψοι. Δυστυχώς η τεχνολογία που της επιτρέπει να στήσει μια δισκογραφική εταιρεία εύκολα δίνει τη δυνατότητα, ακόμα και στον κάθε πιτσιρικά, να κάνει πειρατεία με το έργο της. Δεν είναι μόνο οι συμπαθείς έγχρωμοι (θα διαβάσατε ενδεχομένως το περιστατικό με τον έγχρωμο που πούλησε στον Πασχάλη Τερζή ένα CD του). Σχεδόν όλοι μας και με ελαφριά καρδιά έχουμε εξασκηθεί στο σχετικό σπορ: Τραγούδια, ταινίες, φωτογραφίες, κλιπάκια, προγράμματα, δουλειές άλλων.

Την Κυριακή η Καγιαλόγλου ταξίδεψε επιστρέφοντας στην Αθήνα. Το ίδιο βράδυ ξεφυλλίζοντας την Καθημερινή έπεσα σε ένα άρθρο του Άντριους Μάρτιν, μεταφρασμένο, από την Γκάρντιαν.

Όταν πήγαινα σχολείο, τη δεκαετία του ’70, υπήρχαν τρεις τύποι μαθητών έγραφε: οι καλλιτέχνες, οι ποδοσφαιριστές και οι σπασίκλες. Οι τελευταίοι διέπρεπαν στη φυσική, στη χημεία και, κυρίως, στα μαθηματικά. «Όντας λιγομίλητοι (…) καταλάβαιναν πολύ καλά τον λιγομίλητο και ακατανόητο καθηγητή των μαθηματικών». Οι ποδοσφαιριστές, συνεχίζει ο Μάρτιν, καθώς το γυμνάσιο τελείωνε, είχαν ήδη βγει εκτός κούρσας. «Με αξιοθαύμαστη μεγαλοψυχία, είχαν αποδεχθεί αυτό που μας έλεγε ακόμα και ο ίδιος ο γυμναστής μας: ότι το ποδόσφαιρο είναι απλώς μια περίσπαση από τις σοβαρές απαιτήσεις της ζωής».

Η εποχή μας, ισχυρίζεται ο Μάρτιν, κυριαρχείται από την άνοδο του σπασίκλα. Και είναι πιο δυσοίωνη, γιατί συνέβη εις βάρος του καλλιτέχνη, γράφει. Το πρωτοδιαπίστωσα όταν μου χάλαγε το κομπιούτερ. Ο κομπιουτεράς ερχόταν και διόρθωνε τη μηχανή με περιφρονητική άνεση. «Καθώς έφευγε μπορεί να καταδεχόταν να μουρμουρίσει «Αν ξανασυμβεί, πάτα Ctrl+X. Εντάξει; Έχω πολλή δουλειά και δεν μπορώ να ανεβαίνω όλη την ώρα».

«Μα τι κάνει και έχει τόσο πολλή δουλειά, αναρωτιόμουν. Η απάντηση είναι ότι αυτός και τα αδέλφια του συνωμοτούσαν προετοιμάζοντας ένα μέλλον όπου όλοι οι συγγραφείς και οι μουσικοί θα ήταν στο έλεος των τύπων που ήταν καλοί στα μαθηματικά και του ηλεκτρονικού ψηφιακού κόσμου που δημιούργησαν. Η τέχνη είναι τώρα «περιεχόμενο». Απλώς διακοσμεί μια «πλατφόρμα» του είδους που πασχίζω να διαβάσω στις σελίδες των εφημερίδων που ασχολούνται με τα μέσα επικοινωνίας, οι οποίες δεν διαφέρουν πλέον από τις σελίδες της τεχνολογίας.

Ο γιος μου καυχιέται ότι έχει 2.000 τραγούδια στο ipod του. Το ερώτημα τι τραγούδια είναι δεν τον απασχολεί ιδιαίτερα, κυρίως επειδή δεν ξέρει ούτε ο ίδιος. Το περιεχόμενο το «κατεβάζεις» –που σημαίνει το κλέβεις– κατά βούληση, και οι μαθηματικοί έχουν υιοθετήσει μια θολή αντιεξουσιαστική ρητορεία για να δικαιολογήσουν αυτή την κλοπή σαν άσκηση ατομικής ελευθερίας. Θα χρειαστεί μεγάλο θάρρος στον πολιτικό που θα τολμήσει να τα βάλει με αυτούς που «μοιράζονται αρχεία». Με συγχωρείτε που είμαι τόσο μεροληπτικός, αλλά εδώ γίνεται πόλεμος. Εσείς με ποιανού το μέρος είστε;» κλείνει το άρθρο του ο Μάρτιν.

Φυσικά και είναι πολύ απλουστευτικά αυτά που γράφει ο Μάρτιν, προφανώς για τις ανάγκες του άρθρου. Όμως η ουσία είναι μια: Η αξία του ψηφιακού προϊόντος είτε αυτό είναι πολιτιστικό είτε είναι οτιδήποτε άλλο δεν πάει με το copy-paste στον δημιουργό. Σ’ αυτόν που έστυψε το μυαλό του. Σ’ αυτόν που έβαλε το ταλέντο και τη γνώση.

Ρώτησα την Καγιαλόγλου για τον Κεμάλ: Πώς έγινε μ’ αυτό το καταπληκτικό τραγούδι των Γκάτσου-Χατζιδάκι; «Ααα, τυχαία έγινε γνωστό. Σε μια εκδήλωση διαμαρτυρίας με έντονο πολιτικό χρώμα πολλοί ήταν αυτοί που αντέδρασαν έντονα στο άκουσμα των στίχων «αυτός ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ. Καληνύχτα». Και έτσι το πρόσεξαν».

Αν πιστεύετε, λοιπόν, στην καλή ελληνική μουσική και στους δημιουργούς της πρέπει να βάζετε και το χέρι στην τσέπη. Αγοράστε γνήσια CD, αν πιστεύεται ότι ο σημερινός κόσμος στο ελληνικό τραγούδι πρέπει ν’ αλλάξει. Αλλιώς θα ακούτε μόνο φτήνια. Και να θυμάστε ότι: «το τσάμπα τα ’χει τα λεφτά του».

Δεν υπάρχουν σχόλια: