Δευτέρα 19 Απριλίου 2010

Μια συνομιλία με τον Νίκο Κούνδουρο

Τον Νίκο Κούνδουρο συναντήσαμε στην γνωστή βίλα του στον Άγιο Νικόλαο στις αρχές Σεπτεμβρίου 2004. Η βίλα του με τη θαυμάσια θέα στον κόλπο του Μιραμπέλου είναι γνωστή και από την ταινία της Αλίκης Βουγιουκλάκης και του Δημήτρη Παπαμιχαήλ «Η αρχόντισα και ο αλήτης», όπου έχει σχεδόν εξ’ ολοκλήρου γυριστεί εκεί.
Ο Ν.Κούνδουρος θεωρείται ως μια μεγάλη προσωπικότητα του 20ου αιώνα στον παγκόσμιο κινηματογράφο. Είναι όμως και πολύ αγαπητός στους κατοίκους του Αγίου Νικολάου.
Μας δέχτηκε στον κήπο της βίλας και μας άνοιξε την καρδιά του.

-Κατάγεστε από τον Άγιο Νικόλαο, όπου συχνά βρίσκεσθε. Έχετε παιδικά βιώματα από την πόλη;
-Πέντε χρονών βαπτίστηκα. Έχω μια διαύγεια εκτυφλωτική γι’ αυτή την ημέρα. Ο πατέρας μου, πολιτικός, εξόριστος, καταδικασμένος σε θάνατο, τον καιρό εκείνο φυγάς στο Σουδάν κι εγώ ήμουν αβάφτιστος. Έχω μια πλήρη εικόνα, ποιος ήμουνα ως πεντάχρονος. Ποιος ήταν ο περίγυρος, η Κρήτη γύρω μου, οι κουμπάροι, οι συμπεθέροι, η μάνα μου, τ’ αδέρφια μου, ήταν η πρώτη ανάμνηση απ’ την Κρήτη. Μετά έχω ένα κενό τεράστιο. Στην Αθήνα πήγαμε στο σχολειό μας. Μετά ήρθε η Κατοχή, ο πόλεμος… Και ξαναγύρισα εδώ μεγάλος και ανακάλυψα την Κρήτη, μετά την ευλαβική θητεία μου στο Μακρονήσι. Εκεί γνώρισα Κρητικούς, αν είναι δυνατόν… Το Μακρονήσι ήταν το μεγάλο σχολείο για μένα. Εκεί έκατσα τέσσερα χρόνια. Τέσσερα σκληρά χρόνια για όλους. Για μένα ήταν λιγότερο σκληρά γιατί είχα προνόμια. Πάντα είχα προνόμια στη ζωή μου. Πώς τα έχω καταφέρει και έχω πάντα προνόμια; Άλλοτε εξ υφαρπαγής και άλλοτε μου τα προσφέρανε. Εκεί γνώρισα Κρητικούς και τους αγάπησα.
-Θα πρέπει να ξέρετε ότι ο κόσμος του Αγίου Νικολάου σας αγαπάει πολύ. Με όσους μίλησα για σας εκφράστηκαν με πολύ ζεστά λόγια. Επικοινωνείτε με τον απλό κόσμο, που ενδεχομένως να μην έχει δει τις ταινίες σας, και μετέχετε σε τοπικές εκδηλώσεις;
-Προχτές ήμουνα στην Ελούντα, όπου τιμούσαν τους ξενοδόχους. Τους είπα και την εξής ιστορία: Πριν από χρόνια γύριζα τα χωριά της περιοχής και έβλεπα και τις εκκλησίες. Είδα, λοιπόν, κάπου, ένα μικρό εκκλησάκι και μπήκα μέσα. Ξέρετε, από έθιμο τα μικρά εκκλησάκια, τα εγκαταλειμμένα, έχουν ένα κιβωτιάκι, εκεί πίσω στο ιερό, μέσα στο οποίο βάζουνε κανένα άμφιο και τα βιβλία των ψαλμών, για να χρησιμοποιηθούν μια φορά στα τόσα χρόνια. Ανοίγω, λοιπόν, το κιβώτιο και τι να δω; Ένα ζευγάρι τεράστια παπούτσια. Ξυλιασμένα από το χρόνο. Λέω μετά σ’ ένα παπά:
-Τι δουλειά έχουνε τα παπούτσια στο κιβώτιο με τα ευαγγέλια;
-Αα, τα είδες; Μου λέει.
-Ναι, τα είδα.
-Ερχόντουσαν, λέει, οι γαμπροί να παντρευτούνε παλιά, ξυπόλυτοι. Η εκκλησία είχε, το λοιπόν, ένα ζευγάρι παπούτσια. Τους τα δάνειζε, παντρευόντουσαν, και μετά τ’ αφήνανε ξανά στην εκκλησία.
Είπα την ιστορία για να δείξω τι φτώχεια αλύπητη υπήρχε στα χωριά. Χωρίς οδικό σύστημα, στην Ελούντα πηγαίναμε με βάρκες, και έχει γίνει ένας παράδεισος…
Αυτή είναι η σχέση μου με τον κόσμο. Με τους εργάτες των συνεργείων μου πάω καμιά φορά να φάω έξω, δεν πάω με τους ηθοποιούς που είναι ο χώρος μου. Μ’ αρέσει ο αυθόρμητος κόσμος. Προχτές κάθομαι μ’ έναν Αλβανό εργάτη και μου ανοίγει το κουβάρι της ζωής του και έχω μείνει άναυδος… Ένας ήρωας του Καντερέ, δεν ξέρω αν έχετε διαβάσει τα βιβλία του, ένας ζωντανός ήρωας του Καντερέ μπροστά μου…
Γιατί το λέω τώρα αυτό; Το «1922» είναι ίσως μια από τις καλύτερες ταινίες μου. Ίσως είναι η πιο γόνιμη. Μάζεψα υλικό από Μικρασιάτες γέροντες 80, 90, 100 χρόνων. Και τους αποσπούσα πληροφορίες, καλή ώρα σαν κι εμάς τώρα. Καθόμουνα ήσυχος, τους πήγαινα ένα μπουκάλι κρασί, κάτι, για να καταλάβουνε ότι ήμουνα φιλικά διακείμενος και ξετύλιγαν τις ιστορίες τους. Και τώρα καμιά φορά σε κάνα καφενείο τα ίδια κάνω… Πριν από έξι ημέρες καθόμουνα σ’ ένα καφενείο εδώ και με πλησιάζει ένας και μου λέει:
-Ο Κούνδουρος είσαι;
-Ναι είμαι, του λέω.
-Με θυμάσαι εμένα; Μου λέει.
-Όχι, απαντώ.
-Στεφανάκης. Με θυμάσαι, μου λέει, στο Μακρονήσι;…
-Όχι, του λέω
-Να κάτσω δίπλα;
-Να κάτσεις!
Και αρχίζει να μου θυμίζει μια φοβερή ιστορία σουρεαλισμού, φρίκης και κουταμάρας. Όλων μαζί. Μου λέει, λοιπόν, εγώ ήμουνα, που με δέσανε σε ένα παλούκι και με δείρανε και περάσανε όλοι οι Μακρονησιώτες και με φτύνανε… γιατί ήμουνα λέει Κρητικός…

-Αντίθετα είστε αυστηρός με τους ανθρώπους της εξουσίας. Σας άκουσα να λέτε ότι θα πρέπει να είναι γενναιόδωροι με τους ανθρώπους της Τέχνης και του πνεύματος, γιατί επωφελούνται από την ακτινοβολία τους. Είναι υποχρεωμένοι σ’ αυτούς…
-Έτσι είναι. Μας θέλουν. Και ευτυχώς που μας θέλουν, γιατί είναι φοβερά δύσκολη η διακονία της Τέχνης. Τίποτα δεν είναι εύκολο, τίποτα δεν είναι φτηνό… Τώρα τα τελευταία χρόνια κάνω θέατρο. Το ένα θέατρο πάνω στ’ άλλο. Έχω μια αδυναμία στο Μεσαιωνικό-Αναγεννησιακό θέατρο. Έκανα τον Ερωτόκριτο, την Αντιγόνη, έκανα τον Διγενή Ακρίτα πέρυσι και τώρα ετοιμάζω ένα άλλο… Ξέρετε, το καλοκαίρι υπάρχει μια άνθηση ευλογημένη στα θέατρα με τις τραγωδίες και τις κωμωδίες, τα υπέροχα θέατρά μας. Εγώ βέβαια δεν καταπιάστηκα με το αρχαίο. Με ενδιαφέρει η μετάβαση από το δωδεκάθεο του Ολύμπου στο μονοθεϊσμό, στην Αγία Τριάδα. Ηρωικό πρόσωπο ήταν η Θεοδώρα. Γεφύρωνε τις περασμένες στιγμές, τις φοβερές, με τις καινούργιες. Υπάρχουνε μαρτυρίες του Προκόπιου που λένε ότι ήταν πόρνη στα μπορντέλα της Κωνσταντινούπολης και που, βεβαίως, όπως ξέρουμε, οδηγήθηκε στο θρόνο του Βυζαντίου. Μ’ αυτήν δουλεύω τώρα.
Η κάθε παράσταση, η δικιά μου, στοιχίζει 100 εκατομμύρια, 120… Πολυπρόσωπα έργα. Χωρίς την ευλογία του κράτους, χωρίς το κράτος αρωγό, τα έργα μου δεν θα υπήρχαν. Να το ξέρουμε και να το λέμε: Χωρίς την χορηγία του κράτους είναι μερικές δραστηριότητες, καίρια ελληνικές, που δε θα γίνονταν, θα πέθαιναν.

-Είχατε πάρει και θέση υπέρ του Ζουράρι στις προηγούμενες νομαρχιακές εκλογές του 2002. Παρακολουθείτε τα πολιτικά τεκταινόμενα στο νομό Λασιθίου;
-Όχι. Παρακολουθώ το Ζουράρι. Από τότε που είμαστε Ευρωπαίοι, απόκτησα μια φιλία, μ’ αρέσει. Μ’ αρέσει ακόμα και η υπερβολή του, μ’ αρέσει η βαθύτατη πατριδογνωσία του, κυριολεκτικά. Μ’ αρέσει ο τρόπος που σκέπτεται και δρα!

-Είστε γιος του Σήφη Κούνδουρου, δικηγόρου-υπουργού στις κυβερνήσεις Θεόδωρου Πάγκαλου, Αλέξανδρου Παπαναστασίου και Ελευθερίου Βενιζέλου. Πώς και δεν ασχοληθήκατε με την πολιτική;
-Η προτομή του πατέρα μου είναι στη λίμνη, κάτω, του Αγίου Νικολάου, θα ξέρετε αφού μένετε εδώ. Δεν μπορείτε να πείτε ότι δεν ασχολούμαι με την πολιτική…
-Σας είδα υποψήφιο στο Επικρατείας με το Συνασπισμό, αλλά εννοώ πιο ενεργά, όπως θα περίμενε κανείς από ένα γιο υπουργού.
-Πάρα πολύ νέος, 17 χρονών, είχα ενταχθεί στις τάξεις του ΕΑΜ, άγρια και δυναμικά. Την πλήρωσα αυτή την ένταξη με το Μακρονήσι. Εκεί έμεινα τέσσερα χρόνια γιατί ήμουνα και τζαναμπέτης. Είχα αρχίσει να σπουδάζω αρχιτεκτονική. Παρεξηγήθηκε αυτό εκεί, ότι δήθεν ήμουνα αρχιτέκτονας, και μου αναθέσανε να κάνω κατασκευές. Έμεινα πολύ καιρό εκεί και το πάθος για τη δικαιοσύνη του ανθρώπου με πέρασε, γιατί είδα το άδικο σε ποσότητες τεράστιες. Γνώρισα και για την αποκάλυψη του κομμουνιστικού ιδανικού και μου τέλειωσε. Βγαίνοντας από ‘κει πέρα, η σχέση μου με την πολιτική ήταν απ’ έξω, στις παρυφές. Δε θέλησα.
Ο πατέρας μου πολιτικός, οι θείοι μου, οι μπαρμπάδες μου… Εγώ δραπέτευσα, δόξα τω Θεώ, και καλά έκανα.
-Σας βοήθησε η επωνυμία να αναδειχθείτε γρήγορα ή σας δημιούργησε πρόσθετες δυσκολίες;
-Όχι, δεν έπαιξε ρόλο στη σχέση μου με αυτό που κάνω. Βέβαια είχα μια κοινωνική αποδοχή και από αυτή την άποψη ήμουν προνομιούχος. Μεγάλωσα στο Κολωνάκι, παιδί υπουργού, οι θείοι μου και οι παραθείοι μου υπουργοί και υπουργοί και υπουργοί με βοήθησαν πάρα πολύ για να γλιτώσω από τις δαγκάνες του κράτους. Αν για κάτι είμαι ευγνώμων για τη φαμίλια μου, είναι που μου επέτρεψε να γλιστράω στις παγίδες που έστηνε σε κάθε άνθρωπο της εποχής μου αυτό το ανελέητο κράτος. Και αναπολώ καμιά φορά με συγκίνηση, εγώ που έχω περάσει τις συμπληγάδες της εξουσίας, αυτούς που δεν περάσανε, τους ανώνυμους, που χαθήκανε στο δρόμο. Αυτούς που δεν φτάσανε να κάνουνε αυτό που οραματίστηκαν.
-Στην Καλών Τεχνών πως βρεθήκατε;
-Από λάθος. Έδωσα εξετάσεις στην Αρχιτεκτονική. Τα χτίρια της Καλών Τεχνών και της Αρχιτεκτονικής ήτανε μαζί, μπροστά στην Πατησίων. Μ’ άρεσε η ζωγραφική πάρα πολύ. Ταυτόχρονα, όμως, επειδή μπαινόβγαινα στις φυλακές αφού ανακατευόμουνα όλο στους καβγάδες, όλο στα πολιτικά, που ήτανε έντονα την εποχή αυτή, σκέφτηκα ότι στην Καλών Τεχνών θα μπορούσα να παρακολουθώ άνετα, γιατί δεν ήταν υποχρεωτική η παρακολούθηση των μαθημάτων. Ενώ στην Αρχιτεκτονική θα είχα πρόβλημα, γιατί είχε υποχρεωτική παρακολούθηση. Και έτσι τελείωσα τη Σχολή Καλών Τεχνών. Απόφοιτος, ένδοξος, και αριστούχος. Με ωφέλησε δε πάρα πολύ στη δουλειά μου.
-Στη Μακρόνησο ήσασταν εξόριστος;
-Να σας πω γιατί επήγα… Ήμουνα εξόριστος μεν, υπόδικος δε, διότι είχα χτυπήσει ένα συνταγματάρχη. Ενώ δηλαδή ήμουνα δόκιμος ανθυπολοχαγός στη σχολή, σε μια από αυτές τις περίεργες ώρες, χτύπησα έναν συνταγματάρχη. Τον έλιωσα το φουκαρά. Αυτό, σύμφωνα με τα ισχύοντα την εποχή εκείνη, σήμαινε εκτελεστικό απόσπασμα. Εκεί ήταν που μ’ έσωσε η φαμίλια μου. Η φαμίλια μου με γλίτωσε κυριολεκτικά από το τουφέκι. Και βρέθηκα στο Μακρονήσι, κατά κάποιον τρόπο, για να μου περάσει το κακό. Εκεί ενσωματώθηκα στων κολασμένων το νησί. Και βγήκα από κει σοκαρισμένος!…
-Ήταν καθοριστικά για σας αυτά που βιώσατε εκεί;
-Βεβαίως, βεβαίως! Πρώτα απ’ όλα εγώ, ως νεαρός αγωνιστής του αριστερού κινήματος, δεν είχα πάρει χαμπάρι τι ήταν λαός, πού ήταν ο λαός… Ήμουνα αγωνιστής πολυτελείας. Ξέρετε τι σημαίνει πολυτελείας; Ολίγος Μαρξ και τέτοια…
-Σας έχω ακούσει κατά καιρούς με έκπληξη, ομολογώ, στην τηλεόραση να χρησιμοποιείτε σκληρούς χαρακτηρισμούς … Λέτε π.χ. εμείς τα τσογλάνια και άλλα παρόμοια …
-Ναι. Και αυτό. Όμως δεν αποδέχτηκα τη ζωή ενός ζώου πολυτελείας. Όντας γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, δεν υπήρξε διαδήλωση, διαμαρτυρία, καυγάς και φασαρία στην οποία να μη δώσω το παρόν. Έτσι απέκτησα, ας πούμε, και μια δεξιοτεχνία στο να τα βγάζω πέρα με το λόγο. Παρενθετικά, σας δίνω με την ευκαιρία την πληροφορία, ότι εδώ και δέκα μέρες, μου ανακοίνωσε ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Μπαμπινιώτης, ότι με ανακήρυξαν επίτιμο διδάκτορα παμψηφεί.
-Αυτό δεν έχει γίνει ευρύτερα γνωστό μέχρι σήμερα, είναι μια πάρα πολύ σημαντική νομίζω απόφαση του Πανεπιστημίου Αθηνών, που κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να είχε γίνει από καιρό. Θερμά συγχαρητήρια.
-Ευχαριστώ. Αργήσανε… Αλλά ομολογώ ότι το θεωρώ έκπληξη… Με πήρε τηλέφωνο ο Μπαμπινιώτης και μου λέει: «Συγχαρητήρια κύριε Κούνδουρε, παμψηφεί, μου λέει, από τη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συμβαίνει, μου λέει, σπανιότατα το παμψηφεί».
-Έχω δει στις εφημερίδες να σας κατατάσσουν στους επιφανέστερους Έλληνες του 20ου αιώνα…
-Κι όμως, κι όμως, κι όμως! Άντε, λέω, εντάξει. Σύνταξη θα έχω;…
-Σκεφτόσασταν από μικρός να ασχοληθείτε με τον κινηματογράφο;
-Όχι. Στο Μακρονήσι το αποφάσισα. Αρχιτέκτονας θα γινόμουνα. Είχα πάθος με την αρχιτεκτονική. Έχω χτίσει τα σπίτια των φίλων μου, ξενοδοχεία… Με πολύ κέφι άσκησα την αρχιτεκτονική, που δεν την τέλειωσα ποτέ μου.
Στο Μακρονήσι κατάλαβα ότι είχα ανάγκη από φωνή. Και τη φωνή η ζωγραφική και η αρχιτεκτονική δε μου την έδιναν. Εκεί ιδρύθηκε ένα θέατρο, το οποίο είχα χτίσει εγώ μάλιστα. Δηλαδή εγώ και δυο χιλιάδες αιχμάλωτοι, οι οποίοι κουβαλάγανε τις πέτρες.
Εγώ είχα τα χαρτιά, γι’ αυτό είπα ότι ήμουνα προνομιούχος. Χτίστηκε ένα θέατρο τεσσάρων χιλιάδων θέσεων κατ’ αντίγραφο του θεάτρου του Διονύσου, του θεάτρου που είναι στην Ακρόπολη.
Και αφού χτίσαμε το θέατρο, λέμε τι θα το κάνουμε; Κι έτσι, σιγά-σιγά είπαμε άντε να ανεβάσουμε ένα έργο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διαμορφώθηκε μέσα στο μυαλό μου η ιδέα ότι αυτός είναι ο χώρος που με ενδιέφερε.
Είναι φωνακλάδικος, έχει λόγο συνεχώς, γιατί το θέατρο είναι και ένα βήμα λόγου. Και μπήκα μέσα, χωρίς σπουδές, χωρίς τίποτα. Με το έτσι θέλω.
-Αυτά πότε γίνονται;
-Το 1953. Μάλιστα η ομάδα της Μακρονήσου ήταν ο Κατράκης, ο Βέγγος, ήταν όλοι αριστεροί… Μ’ αυτούς έκανα την ταινία…
-Την «Όμορφη πόλη»;
-Ναι.
-Όταν ολοκληρώσατε το «Δράκο» είχατε την αίσθηση ότι κάνατε μια ταινία σταθμό; Μια από τις καλύτερες, παγκόσμια, ταινίες;
-Όχι. Καθόλου… Καθόλου μάλιστα! Εξ άλλου, όταν πρωτοβγήκε στις αίθουσες «Ο Δράκος» είχε τερατώδη αποτυχία. Πέρασαν χρόνια… Ένας πονηρός και τολμηρός αιθουσάρχης, την τελευταία χρονιά της χούντας, την ξανάβγαλε στις αίθουσες… Διότι το όνομά μου ούτε να ακουστεί κατά τη διάρκεια της χούντας. Ήμουνα ιδρυτικό μέλος των Λαμπράκηδων και ήμαστε στην μπούκα του κανονιού εμείς οι Λαμπρακοειδείς…Και έγινε χαμός. Ουρές…
-Το ’73;
-Το ’74… Κόσμος! Κακό!… Ανακαλύψανε το «Δράκο». Πέρσι, κάνω το σταυρό μου, την ανακηρύξανε στις 100 σημαντικότερες ταινίες του Ευρωπαϊκού κινηματογράφου όλων των εποχών… Εκπλήξεις, εκπλήξεις, εκπλήξεις…
-Με «Τα τραγούδια της φωτιάς» πώς έγινε; Διαισθανθήκατε ότι θα έπρεπε να καταθέσετε τη δική σας οπτική ή ότι θα μπορούσε να μην καταγραφούν τα γεγονότα και η ατμόσφαιρα και να χαθούν οι μνήμες;
-Την έχετε δει την ταινία;
-Ναι, την έχω δει.
-Ο Γεωργουσόπουλος, ο οποίος δεν είναι και πολύ απλόχερος, την αποκάλεσε εθνική κιβωτό.
-Μου φαίνεται, τώρα που το λέτε, ότι έχει δίκιο. Όταν την είδα, την εποχή που πρωτοπαίχτηκε, ομολογώ ότι δεν μου έκανε την εντύπωση που μου έκανε όταν την ξαναείδα τα τελευταία χρόνια. Τότε ζούσαμε το κλίμα της εποχής, το οποίο έχει καταγράψει η ταινία… Και νομίζω μόνο αυτή και «Οι μαρτυρίες» του Καβουκίδη έχουν καταγράψει αυτό το κλίμα.
-Το ήξερα ότι αν δεν καταγραφόντουσαν τότε οι μνήμες θα χανόντουσαν. Είπα ή τώρα ή ποτέ! Κάλεσα επτά οπερατέρ και ζήτησα εργαστήρια και φιλμ από την Kodak, τζάμπα όλα. Και χιμήξαμε στους δρόμους, καταγράφοντας συνέχεια. Όλη η ταινία έγινε σε δυο μέρες μέσα. Στις συναυλίες και στους δρόμους της Αθήνας.
Πήρα ένα γράμμα πριν από δυο χρόνια από το Παρίσι. Το υπογράφουνε εννιά κοπέλες (τώρα γιατί κοπέλες;), εννιά φοιτήτριες Ελληνίδες στο Παρίσι. Είχανε δει σε μια προβολή, δεν ξέρω που έγινε, «Τα τραγούδια της φωτιάς». Μου εκφράζανε τη μεγάλη τους ευγνωμοσύνη. Αν δεν είχανε καταγραφεί, ούτε που θα μένανε αυτές οι φοβερές στιγμές της μεταπολίτευσης.
Προχτές την έδωσα σε ένα περιοδικό μεγάλης κυκλοφορίας, 35.000 αντίτυπα, και μου λένε: «τα δικαιώματά σου»; Δεν έχω δικαιώματα, τους λέω, είναι του ελληνικού λαού.
-Χρειάστηκε να βάλετε δικά σας χρήματα για να γυρίσετε ταινίες;
-Είναι μέσο και δεν μ’ αρέσουν. Τα χρήματα τα βάζει το κράτος. Εγώ είμαι κρατικοδίαιτος. Άλλοτε βγαίνει, άλλοτε δε βγαίνει. Αλλά οι ταινίες μου δεν μπορεί να πληρωθούν από μένα, γιατί δε φέρνουνε πίσω το κόστος τους. Καμία ταινία δεν έχει φέρει πίσω τα λεφτά της, μόνο οι «Μικρές Αφροδίτες». Αυτή έφερε τεράστια χρήματα.
-Λόγω της βράβευσής της με την Αργυρή Άρκτο στο Βερολίνο;
-Ναι! Και λόγω βραβείων, αλλά και επειδή παίχτηκε και σε μια εποχή που ανθούσε το κίνημα των χίπις.
-Το ’63;
-Ναι.
-Συνεργαστήκατε με μεγάλα ονόματα όπως τους Χατζιδάκι, Σαμαράκη, Καμπανέλλη, Βασιλικό … Ήτανε ονόματα τότε αυτοί;
-Όχι. Μαζί ήμουνα κι εγώ. Ούτε ο Θεοδωράκης. Όταν ο Χατζιδάκις έβγαλε τον «Επιτάφιο» με τη Μούσχουρη, ο Θεοδωράκης είχε θυμώσει γιατί τα βρήκε μελό, όπως τα είχε ενορχηστρώσει τα τραγούδια ο Χατζιδάκις. Ποιος ήξερε το Θεοδωράκη; Εμείς οι αριστεροί βέβαια τον ξέραμε…
-Πώς ήταν η συνεργασία σας μ’ αυτούς;
-Μεγαλώσαμε μαζί με το Χατζιδάκι, είμαστε συνομήλικοι, σχεδόν. Μεγαλώσαμε εντελώς μαζί. Τη μουσική στην «Όμορφη πόλη» αυτός την έκανε. Και στη δεύτερη το «Δράκο», και στην τρίτη «Οι παράνομοι» και στην τέταρτη «Το ποτάμι» πάλι αυτός… Ο Χατζιδάκις είχε προηγηθεί από μένα σε παραμύθι, σε μύθο. Είχε κάνει τις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές», τη διάλεξη για το ρεμπέτικο στο υπόγειο του Κουν… Το έργο του «Για μια μικρή λευκή αχιβάδα», ξέρετε, το έχει αφιερώσει σε μένανε… Ήμασταν κολλητοί από δεκάξι χρονών, δεμένοι πάρα πολύ.
-Καλά με το Χατζιδάκι, η συνεργασία σας με τους Καμπανέλλη, Σαμαράκη, Βασιλικό, Μαργαρίτα Λυμπεράκη, ήταν επαγγελματική επιλογή ή προσωπικές σχέσεις που οδηγούσαν στην κοινή δημιουργία;
-Όχι. Μου άρεσαν οι ίδιοι.
-Βοηθήσατε να αναδειχθούν και διάφοροι άλλοι, όπως ο Βέγγος, ο Ηλιόπουλος κλπ. Ξεχώριζαν; Είδατε το ταλέντο τους;
-Τον Ηλιόπουλο όχι. Το Βέγγο, τον Κατράκη… Αυτούς όπως σας είπα τους γνώρισα στο Μακρονήσι. Ήτανε φοβερά ταλέντα! Παρόλα ταύτα, όταν απολυθήκανε και βγήκαν έξω, με τα περίφημα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, εσείς δεν τα προλάβατε, δεν τους έπαιρνε κανείς για δουλειά. Πήρα τον Κατράκη, παρότι δεν είχε ρόλο, για να παίρνει ένα χαρτζιλίκι. Ο Βέγγος σκούπιζε το στούντιο.
-Με το Μαρκόπουλο έχετε μακρά συνεργασία στις ταινίες σας και πρόσφατα σκηνοθετήσατε την όπερα που έγραψε με βάση τον Ερωτόκριτο… Η συνεργασία σας είναι βασισμένη στην κοινή καταγωγή από το Λασίθι;
-Όχι την κοινή καταγωγή. Στο «Πρόσωπο της Μέδουσας» πρωτοσυνεργαστήκαμε. Ήρθε από την επαρχία 21 χρονών παιδάκι. Μου τον έστειλε ένας μπάρμπας μου πολιτικός. Μου είπε, Νίκο, του αρέσει η μουσική, θέλει να σπουδάσει μουσικός, κάνε κάτι. Έγραψε θαυμάσια μουσική κι από ‘κει δεν ξεκολλήσαμε.
-Υπάρχει στο έργο σας η Κρήτη συνειδητά;
-Το «Μπορντέλο» το ‘χετε δει; Είναι Κρήτη. Η μαντάμ Ορτάνς ήρθε στην Κρήτη και οργάνωσε το μπορντέλο της, το οποίο ήταν κέντρο πρακτόρων των μεγάλων δυνάμεων τότε. Αυτό είναι το θέμα της ταινίας. Η λέξη «Μπορντέλο» είναι συμβολική γιατί ήταν Άγγλοι, Γάλλοι, Ρώσοι, Γερμανοί, Ιταλοί…και ήθελαν όλοι ένα μερίδιο Κρήτης.
-Ποιο θεωρείτε το πιο αντιπροσωπευτικό σας έργο;
-Εγώ τα αγαπάω όλα σαν τη μάνα τα παιδιά της. Τι να πω;
-Ποιο φιλμ θα θέλατε να ήταν δικό σας;
-Θαυμάζω κάθε ταινία που καταφέρνει να ξεφύγει από την άποψη της ψυχαγωγίας, που καταφέρνει να μπει σε έναν κόσμο πνευματικότερο και, κυρίως, που εκφράζει απόψεις. Μ’ αρέσουν, να πούμε, οι ταινίες απ’ το Ιράν. Μια χώρα που ξέρουμε σε τι καθεστώς ζουν εκεί και στην οποία έχουνε γίνει ταινίες μαγικές. Και ξέρω γιατί. Είναι ο καημός για την τυραννία της χώρας τους. Δεν έχουν το πρόβλημα να αρέσουνε σε άλλους εκτός από τους φυσικούς αποδέκτες τους, που είναι ο λαός τους.
-Ποιους θεωρείτε δασκάλους σας;
-Μου άρεσε ο Φελίνι. Τι να πω; Όλοι δάσκαλοι ήτανε. Εμείς οι αυτοδίδακτοι, ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, η αφεντιά μου ανακαλύψαμε την τέχνη μας πάνω στο αμόνι. Στο αμόνι, στο καυτό σίδερο που περίμενε τη σφυριά του να δέσει. Δεν είναι τυχαίο ότι είμαστε παιδιά μιας σημαδιακής ώρας, όχι μόνο της Ελλάδας μετά τον πόλεμο, αλλά της Ευρώπης. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε πως δεν βλέπαμε, πως δεν ξέραμε...
-Γιατί μερικοί άνθρωποι, ενώ θα μπορούσαν να κάτσουν στ’ αυγά τους και να περνάνε καλά, κατά τη έκφραση, βγαίνουν μπροστά και ρισκάρουν να χάσουν τα χρήματά τους και τις περιουσίες τους, κινδυνεύουν να γελοιοποιηθούν ενδεχομένως, με μόνο αντάλλαγμα την ενδεχόμενη αναγνωρισιμότητα και τη δόξα; Είναι το πάθος για δόξα και εξουσία;
-Είναι σαν να μιλάτε για κόσμο ατέλειωτο του κινηματογράφου. Κατεστραμμένο κόσμο… Η Τόνια Μαρκετάκη πέθανε από τον καημό κι από τα χρέη. Θυσιάστηκε για να κάνει αυτό που πίστευε.
Ο κινηματογράφος, επειδή ασκεί μια έλξη τρομερή σ’ αυτούς που καταπιάνονται με το υλικό αυτό, δεν έχει μέτρο. Κάνουν κάθε θυσία, πουλάνε τα σπίτια τους… Είναι πολυέξοδη τέχνη. Είναι καταπληκτικό αυτό που γίνεται. Αναλώνουνε ό,τι έχουν και δεν έχουν για να υπηρετήσουν και να υπηρετηθούν από μια τέχνη τόσο δυναμική.
-Ποιος ο ρόλος του πνευματικού ανθρώπου στην εποχή μας;
-Είμαστε μπροστάρηδες. Οφείλουμε να είμαστε μπροστάρηδες. Χωρίς μέτρο και χωρίς ακκισμούς. Ποιος είναι μπροστάρης, ο υπουργός Οικονομικών, που είναι χίλιες φορές πιο χρήσιμος άμεσα από μένανε; Ο οποίος είναι υποχρεωμένος να ρυθμίσει τις συντάξεις, να ρυθμίσει τα χρέη των αγροτών, ο οποίος, ο οποίος, ο οποίος… Εμείς οι πνευματικοί άνθρωποι είμαστε! Φανταστείτε ένα κόσμο χωρίς την Τέχνη. Έτσι απλά. Θα κάνανε ό,τι θέλανε. Και τώρα κάνουνε ό,τι θέλουνε, αλλά ο κόσμος, η κοινωνία παίρνει αντισώματα από την Τέχνη.
Θυμάμαι μια κουβέντα, τι ωραία κουβέντα ήτανε, του σουρεαλιστή του Ιονέσκο που έλεγε: «Εμείς είμαστε σαν τα μαντρόσκυλα. Γαβγίζουμε. Όπλα δεν έχουμε. Ακούει ο τσοπάνος, βγαίνει έξω και διώχνει το λύκο». Αυτός είναι ο ρόλος μας: Όπλα δεν έχουμε, μόνο γαβγίζουμε.
-Ποιο ρόλο παίξανε τα βραβεία στη ζωή και στο έργο σας;
-Και αν έλεγα όχι, ψέματα θα έλεγα, αλλά δεν είναι και τίποτα πολύ σημαντικό. Πόσοι είναι αυτοί που δίνουνε τα βραβεία στην Ελλάδα; Εννέα άτομα είναι. Παλιότερα ήμουνα κι εγώ μεταξύ τους…
-Αν αρχίζατε σήμερα, θα ξανακάνατε κινηματογράφο;
-Πάλι κινηματογράφο και θέατρο θα ξανάκανα.
-Βλέπετε να οδηγείται στη γωνία ο κινηματογράφος από την τηλεόραση;
-Ναι, είναι αλήθεια. Πριν από κάμποσα χρόνια γυριζόντουσαν 120 ταινίες το χρόνο. Βλέπετε τα τελευταία χρόνια πόσες γυρίζονται; Ελάχιστες, και αυτές από μερικά μεγάλα ονόματα, όπως είναι ο Αγγελόπουλος, εγώ, ο Παναγιωτόπουλος, …
-Πόσο αυτοβιογραφικό είναι το έργο σας;
-Κάθε μας επιλογή και δημιουργία είναι αυτοβιογραφική. Το ότι επιλέγουμε το συγκεκριμένο θέμα έχει να κάνει με τη δική μας προσωπικότητα… Κάθομαι αργά το βράδυ, τις μεταμεσονύκτιες ώρες, και γυρίζω τα κανάλια στην τηλεόραση. Πιάνω σκηνές από ταινίες και λέω αυτό είναι Φελίνι, αυτό είναι Μπέρκμαν, αναγνωρίζεται αμέσως ο δημιουργός. Το έργο φέρει την σφραγίδα του.
-Πώς προκύπτουν τα θέματα των ταινιών σας;
-Δεν ξέρω… Από ερεθίσματα της στιγμής, από διάφορα γεγονότα. Στους «Φωτογράφους» έθιξα το θέμα της τρομοκρατίας. Υπήρξα προφητικός, πριν το χτύπημα στους δίδυμους πύργους. Έτσι είναι η Τέχνη…
-Βλέπετε σήμερα ξανά τα παλιά σας έργα;
-Ναι, τα βλέπω.
-Αριστερός είναι αυτός που βλέπει τον κόσμο με τα μάτια του αδικημένου;
-Στον κινηματογράφο είναι αυτός που βλέπει με τα μάτια του οργισμένου, θα έλεγα.
-Αν ζούσατε σε μια επαρχιακή πόλη, όπως ο Άγιος Νικόλαος, πιστεύετε ότι θα μπορούσατε να δημιουργήσετε το έργο που δημιουργήσατε;
-Οι περισσότεροι από τους δημιουργούς είναι παιδιά που προέρχονται από την επαρχία…
-Θεωρείτε τον εαυτό σας τυχερό;
-Είμαι 77 χρονών, υγιής και με ένα έργο μεγάλο… Ναι, είμαι τυχερός.
-Σας ευχαριστώ πολύ.
-Κι εγώ σας ευχαριστώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: