Τον Αύγουστο του ’56 ήταν που
άρχισαν τα γυρίσματα του Ντασέν στην Κριτσά για το έργο του «Αυτός που πρέπει να
πεθάνει», το οποίο είναι βασισμένο στο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Χριστός
ξανασταυρώνεται».
Η ταινία είναι η πρώτη ξένη
παραγωγή που γυρίστηκε μεταπολεμικά στην Ελλάδα.
Η Μερκούρη που πρωταγωνιστούσε, στο
βιβλίο της «Γεννήθηκα Ελληνίδα», μεταξύ άλλων αναφέρεται και στην συνάντηση που
είχαν με τον Ντασέν στην Αντίμπ της Γαλλίας, με τον μεγάλο συγγραφέα και τη
γυναίκα του Ελένη, πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Είναι η εποχή όπου ο
Καζαντζάκης μένει μόνιμα με τη γυναίκα του εκεί.
Γράφει σχετικά: «Ο Καζαντζάκης μιλούσε
για την Ελλάδα με πάθος». Από το πάθος του αυτό «κατάλαβα πόσο δύσκολη έπρεπε
να είναι η αυτοεξορία του […] Ύστερα μίλησαν με τον Τζούλι πολλή ώρα για την
προσέγγιση του [Ντασέν] στο σενάριο [της ταινίας «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται»,
που επρόκειτο να γυριστεί].
Η Μελίνα μιλώντας για τη σύζυγό του
λέει: «Η Ελένη Καζαντζάκη ήταν ένας θαυμάσιος σύντροφος. Ήταν ο φίλος, η παρέα,
ο σύντροφος. […] Η Ελένη είχε ετοιμάσει ένα θαυμάσιο γεύμα. Ο Νίκος έφαγε
ελάχιστα.
Πριν φύγουμε ο Τζούλι είπε πως είχε
σκοπό να γυρίσει την ταινία στην Ελλάδα. Ο Καζαντζάκης κούνησε το κεφάλι του.
Οι αρχές δεν θα επέτρεπαν το γύρισμα ενός έργου του στην Ελλάδα, είπε. Ο Τζούλι
επέμεινε πως θα αγωνιζόταν για να το πετύχει. «Τότε Ντασενάκη να δοκιμάσεις
στην Κρήτη. Ίσως να μην σε ενοχλήσουν εκεί», είπε ο Καζαντζάκης, ο οποίος είχε
βαφτίσει τον Ντασέν, Ντασενάκη. Μεταξύ του Ντασέν και του Καζαντζάκη είχε
αναπτυχθεί μια αφάνταστη φιλία», γράφει η Μελίνα.
Ο Ντασέν, πάλι, σε κάποιο ηχητικό απόσπασμα
συνέντευξης θυμάται περιγράφοντας τον Καζαντζάκη, πως «περπατούσε πολύ, έγραφε
πολύ και γελούσε πολύ». «Αν πρέπει να βρω μια λέξη», λέει, «θα έλεγα ότι ήταν
περήφανος. Ήταν σαν γεράκι. Σαν ένα περήφανο πουλί».
Ο θυμός του Καζαντζάκη είχε τη βάση
του στα όσα είχαν γίνει στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, όπου του ασκήθηκε μια
πολεμική άνευ προηγουμένου και η οποία συνέβαλε και στη στέρηση του Νόμπελ.
Ενδεικτικά, στα ΝΕΑ της 17ης Φεβρουαρίου 1955 διαβάζουμε ότι «Η
κυβέρνησις παραπέμπει ήδη εις τον εισαγγελέα την υπόθεσιν των έργων του Νίκου
Καζαντζάκη» [της απαγόρευσης δηλαδή της κυκλοφορίας τους στην Ελλάδα].
Όλα αυτά τον είχαν πικράνει πολύ.
Έτσι, όταν ο Ντασέν του είπε να έρθει στην Ελλάδα για να παρακολουθήσει τα
γυρίσματα της ταινίας στην Κριτσά αυτός απάντησε: «όχι δεν θα έρθω». «Και για
πρώτη φορά μου έδειξε τον πραγματικό του θυμό», λέει ο Ντασέν, «την πίκρα του,
την απογοήτευσή του για όλα όσα συνέβησαν [στην Ελλάδα]».
Σχετικά με το χώρο που θα γύριζε ο
Ντασέν την ταινία, η Μελίνα έχει πει σε μια εκπομπή του Φρέντι Γερμανού στην
ΕΡΤ το 1977, πως ο Ντασέν είχε σκοπό να γυρίσει την ταινία στην Γιουγκοσλαβία
και ότι αυτή ήταν τελικά που τον έπεισε να την γυρίσει στην Ελλάδα.
Γύρισαν όλη την Κρήτη, με τη Μελίνα,
για να βρουν τον κατάλληλο χώρο. Σε κάθε χωριό της Κρήτης που σταματούσαν και
τους έλεγαν τον σκοπό τους, όλοι με ένα στόμα απαιτούσαν, ακούγοντας το όνομα
Καζαντζάκης, να γυριστεί εκεί το φιλμ.
Τελικά διάλεξαν την Κριτσά, όπου
και γυρίστηκε η ταινία.
Δήμαρχος στην Κριτσά το 1956 ήταν ο
Γιάννης Ταβλάς. 21 χρόνια μετά (το 1977) στην εκπομπή του Φρέντι Γερμανού στην
ΕΡΤ που προαναφέραμε, ο Γιάννης Ταβλάς ξανασυναντά την Μελίνα και τον Ντασέν
και θυμούνται περιστατικά από την Κριτσά της εποχής των γυρισμάτων.
«Όχι μόνο θυμάται η Κριτσά τον
Ντασέν», λέει ο Ταβλάς, αλλά «παρακολουθεί ακόμα και το που πηγαίνει. Οι πιο
πολλοί Κριτσώτες ξέρουν τη βιογραφία του, όπως και το τι κάνει κάθε φορά. Όπου
γύρισες φιλμ [λέει απευθυνόμενος στον Ντασέν] χτίστηκε ξενοδοχείο». Για τη
Μελίνα διηγείται ότι ο Ντασέν την εποχή εκείνη έλεγε πως «κοιμόταν σαν έμβρυο,
ξυπνούσε σαν μωρό και εργαζόταν σαν Σπαρτιάτισσα, σκληρά».
Και συμπλήρωσε για τον Ντασέν ότι
«όλους τους χωριανούς τους αγαπούσε και τον αγαπούσανε. Ήρθε [τότε στην Κριτσά]
Γαλλοαμερικανός αλλά έφυγε Έλληνας.
Στην ταινία έλαβαν μέρος 1.500
κομπάρσοι. Όλο το χωριό. Σαρακίνα και Λυκόβρυση».
Η Μελίνα τον διακόπτει για να του
θυμίσει ότι οι κομπάρσοι για την ταινία ήταν χωρισμένοι σε δυο ομάδες. «Ήταν οι
καλοί και οι κακοί, οι πλούσιοι και οι φτωχοί. Στο σχολείο διαβάζαμε το βιβλίο
του Καζαντζάκη και λέγαμε [πως] υπάρχουν οι φτωχοί, υπάρχουν οι πλούσιοι. Και
οι πλούσιοι θα δουλέψουνε πιο πολλές μέρες. Και όλοι τότε ήθελαν να ήταν
φτωχοί, ακόμα κι αν δουλεύανε λιγότερες μέρες, διότι όλοι δεν θέλανε [ιδεολογικά]
να είναι πλούσιοι».
Ο Ντασέν, πάλι, αναφέρει ότι
υπάρχουν στην ταινία και ρόλοι Τούρκων. Όμως κανένας δεν ήθελε τότε να παίξει
ρόλο Τούρκου.
«Ήταν ένας», λέει ο Ντασέν, «που
τον φωνάζαμε Γκάρμπο. Πολύ γέρος». «Ο Παναγιώτης», συμπληρώνει ο Ταβλάς, που
είχε πεθάνει το 77. «Ήταν αυτός που κατέβηκε στον τάφο και πήρε τα κόκαλα των
προγόνων μαζί με τα εικονίσματα. Ήταν καταπληκτικός».
«Στην Κρήτη», λέει η Μελίνα, «τα
γηρατειά φέρνουν μια ιδιαίτερη ομορφιά στους ανθρώπους. Γιατί δεν φοβάσαι το
θάνατο εδώ. […] Στην Κρήτη εγώ δεν θα φοβόμουν να πεθάνω. Ούτε θα φοβόμουν μην ασκημύνω,
θα ήμουν μια ωραία γριά. Η Κρήτη έχει ένα σεβασμό προς τα γηρατειά. Αυτό είναι
απίθανα μεγάλο όταν ζεις στο εξωτερικό, όταν βλέπεις πόσο περιφρονούνε την
ηλικία. Στην Κρήτη τα πόδια σου είναι στεριωμένα στη γη και ξέρεις ότι η ζωή
και ο θάνατος είναι δεμένα μαζί. Και ότι είναι τίμιο και το ένα και το άλλο».
Αναφερόμενη στη σχέση της με τον
Ντασέν, που οριστικοποιήθηκε στην Κριτσά, και έμελλε να τους συνδέσει για πάντα
λέει: «Στην Κριτσά με τον Ντασέν περάσαμε ένα δαχτυλίδι έρωτα και δώσαμε
υπόσχεση αγάπης και αμοιβαίου σεβασμού».
Η Μελίνα με τον Ταβλά θυμήθηκαν
ακόμα το γλέντι που έγινε ένα βράδυ στο [μπαρ] Ριφιφί στα γενέθλια του άλλου
πρωταγωνιστή της ταινίας Ρονέ, όπου μεθυσμένοι, έπεσαν όλοι στη θάλασσα, στο
λιμάνι μπροστά στο Ριφιφί.
Η ταινία αυτή (πρώτη διεθνής
παραγωγής στην Ελλάδα, όπως αναφέρθηκε) έχει συνδεθεί με ένα σωρό ανθρώπους
πολύ σημαντικούς. Τον Μάνος Χατζιδάκι, που έγραψε τη μουσική, τον Τσαρούχη που
έκανε τα σκηνικά, κ.α. Ενώ η Ελένη Βλάχου της Καθημερινής, έστειλε για πρώτη
φορά τότε απεσταλμένο να καλύψει για μήνες τα γυρίσματα και να συντηρεί έτσι το
θέμα στην επικαιρότητα.
Τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν τον Οκτώβριο
του 1956 στην Κριτσά. Το φιλμ προβλήθηκε το 1957. Ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών
στην Ελλάδα. Έτυχε όμως θερμής υποδοχής στο φεστιβάλ των Κανών και απέσπασε
ειδική μνεία από την κριτική επιτροπή. Εκεί το είδε και ο Καζαντζάκης και «το
λάτρεψε», όπως λέει χαρακτηριστικά η Μελίνα.
Την Τετάρτη 21 Ιουνίου, στις 20.00,
στο Επιμελητήριο Λασιθίου στον Άγιο Νικόλαο, θα πραγματοποιηθεί εκδήλωση-αφιέρωμα
στην καθημερινότητα του Καζαντζάκη, με αφορμή τα 60 χρόνια από τον θάνατό του.
Εκεί θα ξαναθυμηθούμε, μεταξύ των άλλων και μερικά στιγμιότυπα από τα γυρίσματα
του Ντασέν στην Κριτσά.
Ι. Σταμέλος