Οταν είδαμε τους πρώτους αλβανούς πρόσφυγες να φτάνουν στα χωριά και στις πόλεις τη δεκαετία του '90 τρομάξαμε, γιατί οι φυσιογνωμίες τους μας θύμιζαν την Ψωροκώσταινα που κανείς μας δεν ήθελε να θυμάται και προσπαθήσαμε να τους απωθήσουμε, σαν τους εφιάλτες της παιδικής ηλικίας. Γιατί στη δεκαετία του '90 πιστεύαμε πως η Ελλάδα είχε πάει πολύ μπροστά. Είχαμε αρχίσει να αποκτούμε αυτοκινητόδρομους, έστω και τσάτρα πάτρα, βάζαμε κλιματισμό, το Ι.Χ. δεν ήταν πια είδος πολυτελείας και το χρήμα των επιδοτήσεων επέτρεπε στον αγρότη να μη σηκώνεται αχάραγα. Κι αν τώρα αυτός ο αγρότης ήθελε το παιδί του να σπουδάσει δεν ήταν για να γίνει «καλύτερος άνθρωπος» αλλά για να μπορέσει να πάρει το χαρτί της σχετικής αργομισθίας. Είχε αποκτήσει χρήματα, είχε κερδίσει μια ανετότερη ζωή, αλλά είχε χάσει τον πολιτισμό του. Και παρέδωσε τη ζωή του στους πολιτικούς οι οποίοι τον έπεισαν ότι αυτοί μόνον μπορούσαν να του εξασφαλίσουν τη δημοκρατία, η οποία στο μυαλό του, και όχι μόνον του αγρότη, ήταν το άθροισμα των κεκτημένων της ευμάρειας.
Γιατί η νεόπλουτη Ελλάδα δεν μπόρεσε να κρατήσει το καλύτερο που της είχε αφήσει ως κληρονομιά η Ψωροκώσταινα. Και δεν μπόρεσε γιατί δεν ήξερε. Απαξιώνοντας την Παιδεία, αναθέτοντας στη δημιουργία τον ρόλο του διακοσμητή της πολιτικής, έφτιαξε την σαρδανάπαλη ζωή που τώρα καταρρέει. Και η ίδια αναρωτιέται, σαν διακορευμένη παρθένα, πόσο χαμηλά έπεσε. Χωρίς καμία νοσταλγική διάθεση, μήπως θα έπρεπε να αναζητήσει τις διεξόδους σ' αυτό που κάποτε υπήρξε, τότε που η μόρφωση ήταν στόχος ζωής και οι δημιουργοί ξεχώριζαν σαν τα διαμάντια μες στη λάσπη;"
Είναι η κατάληξη του άρθρου του Τ. Θεοδωρόπουλου στα ΝΕΑ της 6-10-12.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου