Διάβασα
στο πολύ ενδιαφέρον μπλογκ του Χρίστου Μιχαηλίδη την ανάρτηση με τίτλο «Το
σοβαρότερο μας έλλειμμα: των καλλιεργημένων ανθρώπων». Με ελάχιστες τροποποιήσεις
[κυρίως τεχνικής φύσεως] το προτείνω:
«Τον καιρό της σπατάλης, ό,τι
είχαμε να σπαταλήσουμε οι περισσότεροι από εμάς, ήταν το περίσσιο χρήμα που
έρρεε στις τσέπες και στους λογαριασμούς μας. Κι όσοι έμειναν με "καλή
μπάνκα", δεν είναι ότι σπατάλησαν λιγότερα, αλλά ότι είχαν πιο πολλά να
σπαταλήσουν.
Το γιατί είχαν πιο πολλά, είναι κουβέντα ενός άλλου κεφαλαίου. Σήμερα, εδώ, στέκομαι μόνο στο αποτέλεσμα εκείνης της σπατάλης που, από την μία μέρα στην άλλη, αποκάλυψε πανηγυρικά ένα προσωπείο ολότελα άδειο, ολότελα κενό.
Για μένα, η μεγαλύτερη και πιο άθλια φούσκα που ζήσαμε, ήταν εκείνη της υποτιθέμενης πολιτιστικής μας ανόρθωσης. Και πουθενά αλλού δεν "θριάμβευσε" αυτή τόσο πολύ, όσο στις λεγόμενες "μεγάλες βραδιές" στο Μέγαρο Μουσικής, και στις καλές θέσεις των Φεστιβάλ Αθηνών, Επιδαύρου, και των παραστάσεων του Εθνικού Θεάτρου.
Η τότε χαρά που έβλεπες πολλά και καινούργια πρόσωπα να "σκοτώνονται" για ένα εισιτήριο, έγινε θλίψη τώρα που με την κρίση αποκαλύφθηκε ότι οι περισσότεροι από εκείνους τους πολλούς, παρόλο που ήταν και οι πιο πλούσιοι (αποφεύγω επί του παρόντος να βάλω εμπρός το πρόθεμα "νεό-"), δεν έχουν τελικά κανένα "ευγενικό υπόστρωμα", καμία μουσική παιδεία, ούτε ελάχιστη σχέση με αυτό που ονομάζουμε "τέχνες και πολιτισμό".
Βλέπεις ακόμα, ότι αυτοί που έμειναν, είναι όσοι και τότε ήσαν παρόντες, αλλά αθόρυβα, όχι στα θεωρεία και τις πρώτες σειρές, και που ήξεραν τί ακούνε ή βλέπουν και γιατί το ακούνε ή το βλέπουν. Έμειναν οι πραγματικά καλλιεργημένοι, και έφυγαν οι πραγματικά άξεστοι.
Η οικονομική στενότης, δυσκόλεψε όλους - ή έστω, σχεδόν όλους. Εάν αγαπάς όμως πράγματι την κλασική μουσική, την όπερα και το μπαλέτο, δεν τα εγκαταλείπεις ποτέ. Μπορεί να μην έχεις την δυνατότητα να δεις όσες παραστάσεις θα ήθελες, αλλά σε κάποιες θα καταφέρεις να πάς, θυσιάζοντας ίσως κάτι πιο πεζό, όπως μια βραδιά σε ακριβό εστιατόριο. Επίσης, η τέχνη και ο πολιτισμός θα συντροφεύουν την κάθε σου μέρα, με έναν τρόπο απολύτως φυσιολογικό, όπως να ανοίγεις φερ’ ειπείν το παράθυρό σου να μπουν φώς και φρέσκος αέρας.
Δεν μπορείς να έχεις δει δέκα κοντσέρτα του Μότσαρτ στο Μέγαρο και στο Ηρώδειο, και να μην έχεις ακούσει ούτε ένα στο σπίτι σου.
Δεν μπορείς να δείχνεις ότι η ζωή σου έφτασε σε κάποιο "καλό επίπεδο", όταν έχεις χρόνια να διαβάσεις ένα βιβλία, ή όταν δεν έχεις καν επαφή με το τί γίνεται στον θεατρικό κόσμο του τόπου σου και του εξωτερικού. Να μην ξέρεις τι κινείται στην παγκόσμια και εγχώρια λογοτεχνία. Να μην έχεις πάρει χαμπάρι τι γίνεται με τα καινούργια ρεύματα σε όλες τις τέχνες.
Τα δύο τελευταία χρόνια, όποτε μπόρεσα να βρεθώ σε ένα κονσέρτο, ή μια παράσταση θεατρική, ένοιωσα ότι οι λίγοι που τιμούσαν τους συντελεστές των έργων (αλλά πρωτίστως τους δημιουργούς των έργων), ήταν άνθρωποι που, και αν σπατάλησαν "τα χρόνια εκείνα" τα χρήματά τους, δεν σπατάλησαν εκείνο το κομμάτι του εαυτού τους όπου κρύβεται ο μεγαλύτερος πλούτος τους. Το καλλιεργημένο κομμάτι. Το αεί εύφορο.
Και το ότι εξαφανίστηκαν τελικά οι "γνωστές φάτσες", μπορεί να μην είναι τόσο καλό για τα ταμεία των θεάτρων, του Μεγάρου, και άλλων συναυλιακών χώρων, αλλά είναι ευλογία για την Τέχνη. Απαλλάχτηκε από τους τυχάρπαστους.
Δυστυχώς, όπως λέει και ο μαέστρος Ρικάρντο Μούτι (…), όταν η πολιτική, στο όνομα της γρήγορης ανάκαμψης από την κρίση, πολύ εύκολα κατακρεουργεί τον Πολιτισμό, αναπόφευκτα ο τόπος, και μαζί του κι ο λαός, θα πάθει μια άλλου είδους καθίζηση, πολύ χειρότερη από την οικονομική.
Και αυτή η καθίζηση, που είναι ήδη ορατή (αρκεί ο καθένας να κοιτάξει γύρω, στον δικό του μικρόκοσμο, τους φίλους και γνωστούς του), δεν μπορεί να διορθωθεί με μια αμφιλεγόμενης αξιοπιστίας έξοδό μας στις αγορές, με την έκδοση ενός 5-ετούς ομολόγου. Θέλει χρόνια, και άλλου είδους επενδύσεις που οι πλείστοι κυβερνώντες δεν έχουν καν το μυαλό να τις σκεφτούν».
Το γιατί είχαν πιο πολλά, είναι κουβέντα ενός άλλου κεφαλαίου. Σήμερα, εδώ, στέκομαι μόνο στο αποτέλεσμα εκείνης της σπατάλης που, από την μία μέρα στην άλλη, αποκάλυψε πανηγυρικά ένα προσωπείο ολότελα άδειο, ολότελα κενό.
Για μένα, η μεγαλύτερη και πιο άθλια φούσκα που ζήσαμε, ήταν εκείνη της υποτιθέμενης πολιτιστικής μας ανόρθωσης. Και πουθενά αλλού δεν "θριάμβευσε" αυτή τόσο πολύ, όσο στις λεγόμενες "μεγάλες βραδιές" στο Μέγαρο Μουσικής, και στις καλές θέσεις των Φεστιβάλ Αθηνών, Επιδαύρου, και των παραστάσεων του Εθνικού Θεάτρου.
Η τότε χαρά που έβλεπες πολλά και καινούργια πρόσωπα να "σκοτώνονται" για ένα εισιτήριο, έγινε θλίψη τώρα που με την κρίση αποκαλύφθηκε ότι οι περισσότεροι από εκείνους τους πολλούς, παρόλο που ήταν και οι πιο πλούσιοι (αποφεύγω επί του παρόντος να βάλω εμπρός το πρόθεμα "νεό-"), δεν έχουν τελικά κανένα "ευγενικό υπόστρωμα", καμία μουσική παιδεία, ούτε ελάχιστη σχέση με αυτό που ονομάζουμε "τέχνες και πολιτισμό".
Βλέπεις ακόμα, ότι αυτοί που έμειναν, είναι όσοι και τότε ήσαν παρόντες, αλλά αθόρυβα, όχι στα θεωρεία και τις πρώτες σειρές, και που ήξεραν τί ακούνε ή βλέπουν και γιατί το ακούνε ή το βλέπουν. Έμειναν οι πραγματικά καλλιεργημένοι, και έφυγαν οι πραγματικά άξεστοι.
Η οικονομική στενότης, δυσκόλεψε όλους - ή έστω, σχεδόν όλους. Εάν αγαπάς όμως πράγματι την κλασική μουσική, την όπερα και το μπαλέτο, δεν τα εγκαταλείπεις ποτέ. Μπορεί να μην έχεις την δυνατότητα να δεις όσες παραστάσεις θα ήθελες, αλλά σε κάποιες θα καταφέρεις να πάς, θυσιάζοντας ίσως κάτι πιο πεζό, όπως μια βραδιά σε ακριβό εστιατόριο. Επίσης, η τέχνη και ο πολιτισμός θα συντροφεύουν την κάθε σου μέρα, με έναν τρόπο απολύτως φυσιολογικό, όπως να ανοίγεις φερ’ ειπείν το παράθυρό σου να μπουν φώς και φρέσκος αέρας.
Δεν μπορείς να έχεις δει δέκα κοντσέρτα του Μότσαρτ στο Μέγαρο και στο Ηρώδειο, και να μην έχεις ακούσει ούτε ένα στο σπίτι σου.
Δεν μπορείς να δείχνεις ότι η ζωή σου έφτασε σε κάποιο "καλό επίπεδο", όταν έχεις χρόνια να διαβάσεις ένα βιβλία, ή όταν δεν έχεις καν επαφή με το τί γίνεται στον θεατρικό κόσμο του τόπου σου και του εξωτερικού. Να μην ξέρεις τι κινείται στην παγκόσμια και εγχώρια λογοτεχνία. Να μην έχεις πάρει χαμπάρι τι γίνεται με τα καινούργια ρεύματα σε όλες τις τέχνες.
Τα δύο τελευταία χρόνια, όποτε μπόρεσα να βρεθώ σε ένα κονσέρτο, ή μια παράσταση θεατρική, ένοιωσα ότι οι λίγοι που τιμούσαν τους συντελεστές των έργων (αλλά πρωτίστως τους δημιουργούς των έργων), ήταν άνθρωποι που, και αν σπατάλησαν "τα χρόνια εκείνα" τα χρήματά τους, δεν σπατάλησαν εκείνο το κομμάτι του εαυτού τους όπου κρύβεται ο μεγαλύτερος πλούτος τους. Το καλλιεργημένο κομμάτι. Το αεί εύφορο.
Και το ότι εξαφανίστηκαν τελικά οι "γνωστές φάτσες", μπορεί να μην είναι τόσο καλό για τα ταμεία των θεάτρων, του Μεγάρου, και άλλων συναυλιακών χώρων, αλλά είναι ευλογία για την Τέχνη. Απαλλάχτηκε από τους τυχάρπαστους.
Δυστυχώς, όπως λέει και ο μαέστρος Ρικάρντο Μούτι (…), όταν η πολιτική, στο όνομα της γρήγορης ανάκαμψης από την κρίση, πολύ εύκολα κατακρεουργεί τον Πολιτισμό, αναπόφευκτα ο τόπος, και μαζί του κι ο λαός, θα πάθει μια άλλου είδους καθίζηση, πολύ χειρότερη από την οικονομική.
Και αυτή η καθίζηση, που είναι ήδη ορατή (αρκεί ο καθένας να κοιτάξει γύρω, στον δικό του μικρόκοσμο, τους φίλους και γνωστούς του), δεν μπορεί να διορθωθεί με μια αμφιλεγόμενης αξιοπιστίας έξοδό μας στις αγορές, με την έκδοση ενός 5-ετούς ομολόγου. Θέλει χρόνια, και άλλου είδους επενδύσεις που οι πλείστοι κυβερνώντες δεν έχουν καν το μυαλό να τις σκεφτούν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου