Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2009

Το «φαρμακείο» του Επίκουρου

Μια βιβλιοθήκη είναι σαν μια αγορά, εκεί μπορεί κανείς να βρει ότι ψάχνει. Και το διαδίκτυο, όραμα του δικού μας Μιχάλη Δερτούζου, σ’ αυτή τη βάση είναι σχεδιασμένο. Ο Δερτούζος, όπως γράφει στο βιβλίο του «Τι μέλλει γενέσθαι», το Γιουσουρούμ, την αγορά στο Μοναστηράκι, είχε στο μυαλό του, όταν πρότεινε στο ΜΙΤ τη λειτουργία του διαδικτύου με τη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα. Τι μπορεί να βρει κανείς στην βιβλιοθήκη ή το διαδίκτυο για τον Επίκουρο; Πολλά και ενδιαφέροντα. Στο άρθρο μας θα επιδιώξουμε μια σύνοψη βασικών σημείων.

Έχετε ποτέ αναρωτηθεί για το ποια μπορεί να είναι η διαφορά στη συμπεριφορά μεταξύ ενός κορυφαίου στρατηλάτη π.χ. του Μεγάλου Αλεξάνδρου από εκείνη ενός κορυφαίου φιλοσόφου, π.χ. του Επίκουρου;

Στο βιβλίο του «Τα αστέρια της Βερενίκης» ο Ντ. Γκετζ αφηγείται την εξής ιστορία: Ο Κολώτης από τη Λάμψακο υπήρξε μαθητής του Επίκουρου. Σε κάποιο σύγγραμμά του αναφέρει πως μια μέρα που ο Επίκουρος είχε ξεπεράσει και τον ίδιο του τον εαυτό, ο Κολώτης ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που γονάτισε μπροστά του. Μια στάση που ήταν αντίθετη με τα όσα δίδασκε ο Επίκουρος! Ο φιλόσοφος, αμέσως, με τη σειρά του γονάτισε κι αυτός μπροστά στον Κολώτη. Με την ενέργειά του αυτή αποκαθιστούσε την ισότητα και τη φιλία ανάμεσά τους, υποστηρίζει ο Γκετζ.

Ο Καλλισθένης, ανεψιός του Αριστοτέλη, ήταν ιστορικός, σχεδόν συνομήλικος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με τον οποίον ήταν συμμαθητές στον μεγάλο φιλόσοφο. Υπήρξε δε πιστός σύντροφός του.

Όταν έγινε στρατηγός ο Αλέξανδρος και ξεκίνησε τη μεγάλη του εκστρατεία ο Καλλισθένης πήγε μαζί του. Μια μέρα, εκεί στα βάθη της Ασίας, ο Καλλισθένης μπήκε στο κατάλυμα του στρατηλάτη. Οι Πέρσες φρουροί του τον διέταξαν να προσκυνήσει. Η προσκύνηση του ηγεμόνα ήταν μια περσική συνήθεια που υποχρέωνε όποιον επιθυμούσε να τον πλησιάσει να γονατίζει πρώτα μπροστά του ακουμπώντας το μέτωπο στο πάτωμα. Ο Αλέξανδρος του ζήτησε να συμμορφωθεί. Ο Καλλισθένης αρνήθηκε. Και ο στρατηλάτης τον καταδίκασε σε θάνατο! Ο Καλλισθένης είχε αναλάβει να αφηγηθεί τα κατορθώματα του παιδικού του συντρόφου. Λόγω του συμβάντος αυτού το κείμενό του έμεινε ημιτελές…(«Τα αστέρια της Βερενίκης», σ.127). Το επιμύθιο χρησιμότατο ακόμα και στις μέρες μας: προσοχή με τους ανθρώπους της εξουσίας, οι περισσότεροι από αυτούς έχουν κοντή μνήμη και δεν ασπάζονται τις διαχρονικές αξίες των κοινών θνητών.

Η κυριότερη πηγή για τη ζωή του Επίκουρου είναι ο Διογένης ο Λαέρτιος, ο οποίος έζησε τον τρίτο μ.Χ. αιώνα. Δηλαδή 600 χρόνια μετά απ’ αυτόν. Ο Ράσελ («Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας Α’», σ.407), σχολιάζοντας τον Διογένη, του καταλογίζει ότι με μεγάλη ευκολία έχει υιοθετήσει θρύλους με μηδαμινή αξία για τον Επίκουρο και ότι στο έργο του έχει μεταφέρει τις σκανδαλώδεις κατηγορίες που διατύπωσαν οι Στωικοί εναντίον του (όπως για παράδειγμα το ότι αυτός γυρνούσε μικρός με την κομπογιαννίτισσα μητέρα του κ.α.).

Τι θα μπορούσε όμως να πει κανείς για τον Επίκουρο, πέρα από μια αυστηρή φιλοσοφική προσέγγιση και κριτική; Τι θα έπρεπε να επισημάνει αν χρειαζόταν μια συνοπτική αναφορά στο έργο του και την απήχηση που είχε αυτό στους μεταγενέστερους;

Στην Ελλάδα την εποχή του Επίκουρου ήταν συνηθισμένο πράγμα να συγκρίνει κανείς τη δουλειά του φιλοσόφου με εκείνη του γιατρού (Gaarder J., «Ο Κόσμος της Σοφίας», σ.167-168). Ο άνθρωπος είχε ανάγκη σύμφωνα με την αντίληψη αυτή εκτός του γνωστού και ενός φιλοσοφικού φαρμακείου.

Ο Επίκουρος συνόψισε ο ίδιος τη φιλοσοφία του σ’ αυτό που αποκαλούμε τετραπλό φάρμακο: Δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε για τους θεούς, δεν πρέπει να ανησυχούμε για το θάνατο, το καλό μπορούμε εύκολα να το φτάσουμε, το κακό μπορούμε εύκολα να το αντέξουμε (ο.π.).

Με ποια λογική αυτά; Από το πρόβλημα της αποφυγής του φόβου συμπέρανε ότι οι δύο σημαντικότερες πηγές του φόβου ήταν η θρησκεία και η αγωνία του θανάτου, που συνδέονται μεταξύ τους εξ αιτίας του ό,τι η θρησκεία ενεθάρρυνε την άποψη ότι οι πεθαμένοι ήταν δυστυχείς. Σήμερα για τους περισσότερους ανθρώπους η θρησκεία είναι παρηγοριά. Για τον Επίκουρο ήταν το αντίθετο.

Για τους θεούς πίστευε ακλόνητα στην ύπαρξή τους (Ράσελ, ο.π.), γιατί δεν μπορούσε να εξηγήσει την πλατειά διαδεδομένη ιδέα για τη θεότητα. Πίστευε, όμως, ότι δεν τους ενδιέφεραν οι ανθρώπινες υποθέσεις. Έτσι, δεν υπάρχει φόβος να προκαλέσουμε την οργή των θεών ή ότι θα μπορούσαμε να υποφέρουμε στον Άδη μετά το θάνατό μας. Παρά το ότι ζούμε σ’ ένα περιβάλλον φυσικών νόμων, τους οποίους δεν μπορούμε να αγνοήσουμε, επιβάλλεται να τους μελετήσουμε επιστημονικά και με την ελευθερία της βουλήσεώς μας, ως ένα βαθμό, να γίνουμε κύριοι της μοίρας μας. Το θάνατο δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε, αλλά να τον νοήσουμε όπως αρμόζει, γιατί δεν είναι κάτι κακό, αφού αυτός εντάσσεται στη φυσιολογία του ανθρώπου.

Το καλό μπορούμε να το φτάσουμε αν ζούμε συνετά, ακολουθώντας τα παραγγέλματα του Επίκουρου, μετριάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο και τον πόνο.

Αντίθετα με τους στωικούς, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, οι επικούρειοι ελάχιστα ενδιαφέρονταν για την πολιτική και την κοινωνία. Ζήσε κρυφά, ήταν η συμβουλή του Επίκουρου. Η σημερινή άποψη για την εύρεση κάποιου απομονωμένου παραδείσου, σ’ ένα νησί, σ’ ένα απομονωμένο χωριό, σ’ ένα σπίτι στο βουνό, έχει τις ρίζες του στην επικούρεια αντίληψη για τη ζωή. Κατά Gaarder (σ.168) η λέξη «επικούρειος» σήμερα χρησιμοποιείται συχνά με υποτιμητική διάθεση, υπονοώντας τον άνθρωπο που κυνηγάει τις απολαύσεις και τις διασκεδάσεις.

Στο φιλοσοφικό ερώτημα που απασχολούσε το Σωκράτη: «Πώς μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο»; Ο Επίκουρος απαντούσε με τις απολαύσεις και την ηδονή. Μεταξύ όμως μιας βραχυπρόθεσμης ευχαρίστησης και μιας με μεγαλύτερη διάρκεια προτιμούσε τη δεύτερη. Και με τη συλλογιστική ότι ο άνθρωπος, αντίθετα από τα ζώα, μπορεί να προγραμματίζει τις απολαύσεις του θα πρέπει να ενεργεί προς αυτές που έχουν μεγαλύτερη διάρκεια και ένταση. Οι απολαύσεις δεν περιορίζονται μόνο στις αισθήσεις αλλά, και κυρίως, επεκτείνονται στη φιλία, την επαφή και τη γνωριμία με τα έργα τέχνης κ.α. Και όλα αυτά εντός του πλαισίου των αρχαίων ελληνικών ιδεωδών, όπως είναι η αυτοκυριαρχία, το μέτρο, η εσωτερική γαλήνη. Τους πόθους, που είναι τελικά πηγή πόνου, υποστήριζε, πρέπει ο άνθρωπος να αποκτά την ικανότητα να τους ελέγχει.

Ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.) ίδρυσε στην Αθήνα τη φιλοσοφική σχολή του (300 π.Χ.), τους επικούρειους, οι οποίοι αποκαλούνται και φιλόσοφοι του κήπου, επειδή οι συναντήσεις τους γίνονταν σε κήπους. Στην είσοδο της Σχολής του υπήρχε, κατά το πρότυπο της Σχολής του Πλάτωνα «Μηδείς αγεωμέτρητος εισήτω», η επιγραφή: «Ξένε, εδώ θα περάσεις καλά. Γιατί εδώ η ηδονή είναι το ύψιστο αγαθό» (Gaarder).

Ο Επίκουρος δεν ενδιαφερόταν για την επιστήμη αυτή καθ’ εαυτή. Της απέδιδε όμως σημασία γιατί παρέχει φυσικές εξηγήσεις στα φαινόμενα τα οποία η δεισιδαιμονία αποδίδει στους θεούς. Ο μόνος εξέχων μαθητής του Επίκουρου είναι ο ποιητής Λουκρήτιος (99-55 π.Χ.), σύγχρονος του Ιούλιου Καίσαρα. Θεωρίες πολύ συγγενικές με εκείνες του Επίκουρου διατύπωσαν περί τα τέλη του 18ου αιώνα οι Γάλλοι φιλόσοφοι, τις οποίες μετέφεραν στην Αγγλία ο Μπένθαμ και οι οπαδοί του (Ράσελ, ο.π.). Όπως προκύπτει από τα όσα αναφέρθηκαν ο Επίκουρος, αντίθετος στην ιδέα κάποιου μεταθανάτιου παραδείσου, είναι παραγκωνισμένος από κάθε θεωρία και θρησκεία που πρεσβεύει και υπόσχεται κάτι τέτοιο. Δεν μπορεί να έχει, επίσης, λαϊκή απήχηση σ’ έναν κόσμο που οι πολλοί δεν περνούν καλά, ή έχουν την αίσθηση ότι δεν περνούν καλά, και θέλουν να ελπίζουν τουλάχιστον σε μιαν άλλη καλύτερη ζωή μετά θάνατον.

Ι. Σταμέλος

istam@agn.forthnet.gr

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΧΕΤΛΗ, τ.10)

Δεν υπάρχουν σχόλια: