Το μηδέν χρειάστηκε να περάσουν εκατονταετίες για να πάρει τη θέση του στους αριθμούς, το ίδιο και οι αρνητικοί αριθμοί. Η φανταστική μονάδα ακόμα και σήμερα φαίνεται να είναι αντικείμενο ενός άλλου κόσμου.
Οι μαθητές ανεβαίνοντας τις τάξεις θα πρέπει να ανεβαίνουν και την κλίμακα των γνώσεων που έχει κατακτήσει η ανθρωπότητα. Περνάνε κατά κάποιο τρόπο τα στάδια που πέρασε ο άνθρωπος μέχρι σήμερα στη γνώση. Αυτό γίνεται οργανωμένα στα σχολεία με κύριο γνώρισμα την αλλαγή της συμπεριφοράς. Αυτή είναι και η βασική διδακτική υπόθεση στο διδακτικό πρόγραμμα των μαθηματικών.
«Τόσο όμως η ιστορία των μαθηματικών όσο και πολλές σύγχρονες έρευνες έχουν δείξει ότι πολλές μαθηματικές έννοιες που φαίνονται απλές στους δασκάλους -επειδή διαθέτουν ήδη συγκροτημένες μαθηματικές δομές- δημιουργούν απίστευτες δυσκολίες στους μαθητές που επιχειρούν να τις κατανοήσουν, κυρίως διότι αντιβαίνουν σε κάποιες διαισθητικές τους αντιλήψεις. Για παράδειγμα, είναι δύσκολο να δεχθεί ένας μαθητής της τρίτης δημοτικού ότι ο πολλαπλασιασμός δεν «μεγαλώνει» πάντα (διότι αυτό του καταρρίπτει την αντίληψη του πολλαπλασιασμού ως επαναλαμβανόμενης πρόσθεσης) ή ότι η διαίρεση δεν «μικραίνει» ή ακόμα ότι ένας αριθμός μπορεί να μην έχει επόμενο.
Η πιο σημαντική δυσκολία, ωστόσο, είναι ότι πολλές φορές οι δάσκαλοι, επειδή δεν κατανοούν επαρκώς τον τρόπο που ιδιοποιούνται τις μαθηματικές έννοιες οι μαθητές τους, αντιμετωπίζουν τα πιθανά λάθη των μαθητών ως έλλειψη προσπάθειας ή προσοχής και τους επιβάλλουν τις σχετικές κυρώσεις που συχνά δεν περιορίζονται στη βαθμολογία. Αυτή η αλόγιστη απαξίωση ενδέχεται να προκαλεί μεγάλα μαθησιακά προβλήματα.
Πολλοί σημαντικοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο τρόπος με τον οποίο σήμερα διδάσκονται τα μαθηματικά, για παράδειγμα η έμφαση στην απομνημόνευση, δημιουργεί μεγάλο άγχος στους μαθητές. Και ενώ στα απλά μαθηματικά προβλήματα η απομνημόνευση μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματική, όσο τα πράγματα γίνονται πιο σύνθετα, η έλλειψη ουσιαστικής κατανόησης δημιουργεί ανυπέρβλητα εμπόδια στους μαθητές. Αυτό μας βοηθά να κατανοήσουμε το γιατί ενώ πολλά παιδιά ξεκινούν με θετικά συναισθήματα για τα μαθηματικά, καθώς μεγαλώνουν τα πράγματα αντιστρέφονται» γράφει στην Ελευθεροτυπία της 12ης Σεπτεμβρίου 2009 η Ευγενία Κολέζα.
Μπορεί να γίνει κάτι σχετικά, προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση με τους μαθητές;
«Το πρώτο βήμα που επιβάλλεται να κάνουμε είναι να αναγνωρίσουμε ότι η μαθηματική εκπαίδευση των νέων είναι ένα σύνθετο πρόβλημα με επιστημονικές, κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις και ως τέτοιο να αντιμετωπιστεί συλλογικά. Προσπάθειες που περιορίζονται αποκλειστικά και μονοδιάστατα στην επιμόρφωση των δασκάλων ή στη συγγραφή νέων εγχειριδίων ή στην αλλαγή των προγραμμάτων σπουδών, δύσκολα μπορούν να ευδοκιμήσουν. Το να αλλάξουμε το πρόγραμμα σπουδών χωρίς να αλλάξει η πρακτική διδασκαλίας ή το να αλλάξουμε τα εγχειρίδια διατηρώντας όμως την ίδια διδακτική πρακτική και τις ίδιες μορφές αξιολόγησης ή το να υιοθετήσουμε νέες πρακτικές διδασκαλίας μέσα από «μεταρρυθμιστικά» εγχειρίδια διατηρώντας στην ουσία το ίδιο πρόγραμμα σπουδών, είναι χαμένος κόπος.
Ακόμα, όμως, κι αν όλες οι προηγούμενες διαστάσεις -πρόγραμμα σπουδών, μορφή διδασκαλίας, αξιολόγηση- ληφθούν συνολικά υπόψη, κινδυνεύουμε και πάλι να αποτύχουμε, αν δεν απαντήσουμε στο ακόμη πιο θεμελιώδες ερώτημα: «Τι μαθηματικά θέλουμε να μάθουν οι μαθητές μας και γιατί;». Και δεν πρόκειται καθόλου για θεωρητικά ερωτήματα, όπως πολλοί πιστεύουν, δεδομένου ότι το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών καθορίζεται από τη συγκεκριμένη απάντηση που δίνουμε κάθε εποχή σε αυτά» επισημαίνει η Κολέζα.
Σχετικά: Άρθρο Ελευθεροτυπίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου